λειξιάρης
Смотреть что такое "λειξιάρης" в других словарях:
λειξιάρης — ο, θηλ. λειξιάρα 1. λαίμαργος, λιχούδης 2. (κατ επέκτ.) πλεονέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειξ (πρβλ. ἔ λειξ α, αόρ. τού λείχω) + κατάλ. ιάρης*] … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek